- ανωφερής
- -ές (Α ἀνωφερής, -οῡς)νεοελλ.(για έδαφος) αυτός που έχει κλίση προς τα επάνω, ανηφορικόςαρχ.1. αυτός που ανεβαίνει, που κατευθύνεται προς τα επάνω2. (για κρασί) αυτός που επιδρά στο κεφάλι, που προκαλεί μέθη3. ενεργ. αυτός που φέρει ή κατευθύνει κάτι προς τα επάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνω + -φερής < φέρω (πρβλ. εμφερής, κατωφερής, περιφερής κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.